μουσαμαδένιος, -ια

μουσαμαδένιος, -ια
-ιο ο κατασκευασμένος από μουσαμά: Μουσαμαδένιο πάτωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μουσαμαδένιος — α, ο κατασκευασμένος από μουσαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πληθ. μουσαμάδ ες τού μουσαμάς + κατάλ. ένιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”